- Ὠκεανηϊάς
- Ὠκεαν-ηϊάς, άδος, ἡ, [dialect] Ep. fem. of Ὠκεάνειος, Nonn.D.32.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωκεανηϊάς — άδος, ἡ, ΜΑ (επικ. τ.) βλ. ωκεάν(ε)ιος … Dictionary of Greek
Ὠκεανηιάδος — Ὠκεανηιάς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκεάν(ε)ιος — α, ο / ὠκεάν(ε)ιος, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. θηλ. ὠκεανηΐάς, άδος, ΜΑ [Ὠκεανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωκεανό νεοελλ. α) «ωκεάνια αύλακα» γεωλ. βύθισμα τού θαλάσσιου πυθμένα, με επίμηκες σχήμα β) «ωκεάνια τάφρος» (γεωλ. ωκεαν.) βλ.… … Dictionary of Greek